Ο Καβάφης είναι, ως γνωστόν, ο μόνος πραγματικά αναγνωρίσιμος ποιητής μας στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Ακόμη και η Τζάκυ Κέννεντυ-Ωνάση είχε αφήσει παραγγελιά να διαβαστεί η “Ιθάκη” στην κηδεία, πάνω από τον τάφο της. Το γιατί οι αγγλόφωνοι βρίσκουν στον Καβάφη ό,τι δε βρίσκουν στον Ελύτη και τον Σεφέρη, τους κατά τεκμήριον, λόγω Νόμπελ, πιο αναγνωρίσιμους και αναγνωρισμένους ποιητές μας, δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε, αν έχουμε στοιχειώδη επαφή με τη ζωή και τα διαβάσματα του Καβάφη, ή μάλλον τα διαβάσματα του Καβάφη μέσα στη ζωή του.
Ο υπερήφανος-ταπεινός Αλεξανδρινός, κατά ευτυχή συγκυρία, δεν βίωσε μόνο την αγγλική γλώσσα, την αγγλική λογοτεχνία και ποίηση, αλλά έζησε την αγγλική κουλτούρα στον τρόπο που ανέπνεε, στον τρόπο που ειρωνευόταν, στον τρόπο που (δε) γελούσε. Και ο Σεφέρης, θα μου πείτε προερχόταν από ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον και είχε βαθιά γνώση της σύγχρονής του (και όχι μόνο) αγγλικής ποίησης. Σωστά, αλλά αυτός ήρθε νωρίς στην Ελλάδα και μπήκε άμεσα στη μίζερη αναζήτηση μιας καριέρας διπλωμάτη μέσα από τα δούναι και λαβείν του νεοελληνικού μορφώματος, του κράτους, ούτως ειπείν. Από μόνο του αυτό προσδιορίζει και την αποστασιοποίηση από την αριστοκρατική ανεμελιά ή την ανυπόκριτη και ανείπωτη τραγωδία του άγγλου ποιητή. Πίσω από τα έτσι και τ΄ αλλιώς φαίνεται η κακοχωνεμένη επιρροή του Έλιοτ, για παράδειγμα, οπότε, ο Βρετανός θα πάει στο πρωτότυπο, αγνοώντας το δεύτερο χέρι.
Ο Καβάφης έζησε ως γνήσιος ποιητής. Χωρίς τη σιγουριά του δημοσίου υπαλλήλου, την αίγλη του διπλωμάτη, με την αναζήτηση της επιβίωσης μέσα στα επιχειρηματικά τερτίπια της αλεξανδρινής κοσμοπολίτικης αστικής τάξης. Και μέσα σε όλα αυτά, ήταν αρκετά γενναίος, για να πάει κόντρα στο ρεύμα, να μην ενσωματωθεί στο δημοτικισμό, αλλά ούτε και να γράψει στην αγγλική γλώσσα, που βεβαιότατα μπορούσε. Έμεινε γνήσιος, έγινε πρωτότυπος. Και μέσα σε όλα αυτά, τα ερωτικά του ποιήματα στέκουν ως βράχος πάθους και συντριβής, ανάμνησης και ζώσας έντασης. Δείτε τα τώρα, δίπλα στα σκίτσα ενός Άγγλου και θυμηθείτε και πάλι ότι έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
O Hockney είχε ήδη χρησιμοποιήσει την ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη ως πηγή έμπνευσης για τον πίνακα “Kaisarion and all his beauty”. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο το 1963 και επισκέφθηκε το Κάιρο, το Λούξορ και την γενέτειρα του Καβάφη την Αλεξάνδρεια. Χρειάστηκαν σχεδόν άλλα τρία χρόνια πριν ξεκινήσει την εικονογράφηση για να συνοδεύσει τους στίχους του Καβάφη. Ο Hockney επισκέφθηκε τη Βηρυτό, τον Ιανουάριο του 1966 ώστε να ανακαλυψει την ατμόσφαιρα της πόλης που αισθάνθηκε ότι θα προσομοίαζε περισσότερο με την κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια των ημερών του Καβάφη , η ατμόσφαιρα της οποίας είχε εξαφανιστεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Επέλεξε 14 ποιήματα σε μια νέα μετάφραση των Νίκου Στάγκου και Στίβεν Σπέντερ και ξεκίνησε να δουλεύει τις πλάκες χαλκού στις αρχές του 1966. Επικεντρώθηκε περισσότερο στις καθαρές γραμμές σε σχέση με τα προηγούμενα χαρακτικά του και έφτιαξε περίπου 20 χαλκογραφίες. Τελικά 13 από αυτές εκδόθηκαν το 1967 από τις εκδόσεις Alecto σε περιορισμένα αντίτυπα . Μόνο τέσσερις από τις εικόνες έχουν σχεδιαστεί πραγματικά στη Μέση Ανατολή, προκειμένου να συλλάβει τη διάθεση και τον έμφυτο αισθησιασμό της ποίησης, ο Hockney αποφάσισε να χρησιμοποιήσει όλες τις δικές του εμπειρίες και, ως επί το πλείστον, οι εικόνες βασίζονται σε οικεία σχέδια των φίλων του στο Λονδίνο.
Αλεξανδρινοί Bασιλείς
Μαζεύθηκαν οι Aλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,
Aλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη
φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,
εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,
μες στη λαμπρή παράταξι των στρατιωτών.
Ο Aλέξανδρος— τον είπαν βασιλέα
της Aρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
Ο Πτολεμαίος— τον είπαν βασιλέα
της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.
Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,
στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,
δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες
κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.
Aυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,
αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.
Οι Aλεξανδρινοί ένοιωθαν βέβαια
που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.
Aλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
το Aλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,
των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις κι εμορφιά
(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)·
κ’ οι Aλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν
ελληνικά, κ’ αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα,
γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα—
μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες.
Ο καθρέπτης στην είσοδο
Το πλούσιο σπίτι είχε στην είσοδο
έναν καθρέπτη μέγιστο, πολύ παλαιό·
τουλάχιστον προ ογδόντα ετών αγορασμένο.
Ένα εμορφότατο παιδί, υπάλληλος σε ράπτη
(τες Κυριακές, ερασιτέχνης αθλητής),
στέκονταν μ’ ένα δέμα. Το παρέδοσε
σε κάποιον του σπιτιού, κι αυτός το πήγε μέσα
να φέρει την απόδειξι. Ο υπάλληλος του ράπτη
έμεινε μόνος, και περίμενε.
Πλησίασε στον καθρέπτη και κυττάζονταν
κ’ έσιαζε την κραβάτα του. Μετά πέντε λεπτά
του φέραν την απόδειξι. Την πήρε κ’ έφυγε.
Μα ο παλαιός καθρέπτης που είχε δει και δει,
κατά την ύπαρξίν του την πολυετή,
χιλιάδες πράγματα και πρόσωπα·
μα ο παλαιός καθρέπτης τώρα χαίρονταν,
κ’ επαίρονταν που είχε δεχθεί επάνω του
την άρτιαν εμορφιά για μερικά λεπτά.
Περιμένοντας τους Bαρβάρους
Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.
Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Reblogged this on Ώρα Κοινής Ανησυχίας.