Έντγκαρ Άλλαν Πόε

 

Edgar-Allan-Poe_1249986c

Δαγκεροτυπία του 1848 (Marcus Aurelius Root)

 

 

Αμερικάνος ποιητής, πεζογράφος, συντάκτης και κριτικός. Υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του αμερικανικού ρομαντισμού με βαθιά επίδραση στην αμερικανική και διεθνή λογοτεχνία. Αρκετοί τον αποκαλούν «αρχιτέκτονα» του σύγχρονου διηγήματος και της εξέλιξης σύγχρονων λογοτεχνικών ειδών, όπως η αστυνομική λογοτεχνία και οι ιστορίες τρόμου και φαντασίας. Ήταν επίσης ένας από τους πρώτους κριτικούς που είχε επικεντρωθεί κατά κύριο λόγο στην επίδραση, το ύφος και τη δομή ενός λογοτεχνικού έργου. Γάλλοι συμβολιστές όπως ο Στεφάν Μαλλαρμέ , ο Αρθούρος Ρεμπώ και ο Σαρλ Μπωντλαίρ μελέτησαν το έργο του και συγκεριμένα ο Μπωντλαίρ ήταν από τους πρώτους μεταφραστές του έργου του, μεταφράζοντας το σύνολό του στα γαλλικά. Θαυμαστές του έργου του ήταν επίσης οι Χ.Φ. Λάβκραφτ, ο Γουώλτ Ουίτμαν, ο Ιούλιος Βέρν, ο Όσκαρ Γουάiλντ, ο Ουίλλιαμ Φώκνερ και ο Τ.Σ. Έλιοτ.
Γεννημένος στην Βοστώνη το 1809, ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά ενός ζεύγους πλανόδιων ηθοποιών. Ο Έντγκαρ ποτέ δε γνώρισε τον πατέρα του Ντέιβιντ Πόε, που εγκατέλειψε τη μητέρα του κι εξαφανίστηκε λίγο μετά τη γέννηση του, και πέθανε στη Βιρτζίνια το 1810. Η μητέρα του, χτυπημένη από φυματίωση πεθαίνει λίγους μήνες μετά στις 8 Δεκεμβρίου του 1811 αφήνοντας ορφανούς τον Έντγκαρ, το μεγαλύτερο αδελφό του Ουίλιαμ Χένρυ και την ετεροθαλή αδελφή τους Ροζαλί.
Η απώλεια των γονιών του Έντγκαρ τον βρίσκει στην πόλη Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια , στο σπίτι του εύπορου εμπόρου του Τζων Άλλαν, που όμως δεν τον υιοθέτησε ποτέ . Το 1815, και σε ηλικία έξι χρόνων, η οικογένεια Άλλαν μετακομίζει στη Σκωτία και την Αγγλία, όπου έζησαν συνολικά για πέντε χρόνια. Στο διάστημα αυτό, ο Πόε φοίτησε σε δύο αγγλικά σχολεία κοντά στην πόλη του Λονδίνου
Επιστρέφοντας στην Αμερική κι ενώ βρισκόταν στα πρώτα χρόνια της εφηβείας, άρχισε να γράφει ποίηση.
Το 1826 σε ηλικία 17 χρόνων τον βρίσκει στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια να σπουδάζει νομική. Παρά την οικονομική ευμάρεια του πατριού του, οι σχέσεις τους ήταν πάντα τρικυμιώδεις και η οικονομική βοήθεια προς τον Έντγκαρ ήταν φειδωλή. Αρχίζει τον τζόγο για να αυξήσει τα εισοδήματα του κάτι που δημιουργεί μεγάλα χρέη για να καλύψει τις ζημιές του. Εθισμένος στο ποτό ένα χρόνο αργότερα ο πατριός του τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τις σπουδές του.
Στο διάστημα αυτό των οικογενειακών συγκρούσεων εγκαταλείπει και το σπίτι του όπου και μετακομίζει στην Βοστώνη.Η οικονομική ένδεια τον οδηγεί στην απεγνωσμένη λύση της στράτευσης, πλαστογραφώντας την αίτηση κατάταξης του δηλώνοντας ότι είναι 22 χρόνων ενώ είναι μόλις 18. Το 1827 δημοσιεύει το πρώτο του βιβλίο, μία ποιητική συλλογή με τίτλο Ταμερλάνος και άλλα ποιήματα.
Το 1830 ο Έντγκαρ γίνεται δεκτός στη Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ σε ένα περιβάλλον που ήτανε εντελώς ξένο  στην ιδιοσυγκρασία του νεαρού Έντγκαρ. Εκει έρχεται για πρώτη φορά σ’επαφή με τους ρομαντικούς ποιητές Λόρδο Μπάυρον, Πέρσι Σέλλεϋ ,Τζoν Κητς και Γουίλλιαμ Γουέρτζγουορθ. Η αρχή του ίδιου χρόνου τον βρίσκει να περνάει από στρατοδικείο για διάφορα παραπτώματα και απολύεται από την στρατιωτική σχολή.
Το 1831 μετακομίζει στη Βαλτιμόρη, όπου και μένει η αδελφή του πατέρα του Μαρία Κλεμ και η πρώτη του ξαδέλφη Βιρτζίνια. Ξεκινάει να γράφει πεζά κείμενα συμμετέχοντας σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς προκειμένου να συντηρείται οικονομικά. Είναι και η περίοδος που ανακαλύπτει και το όπιο. Η πρώτη αναγνώριση έρχεται το 1833 όταν κερδίζει σε ένα διαγωνισμό το  βραβείο αξίας 50 δολαρίων από μια εφημερίδα της Βαλτιμόρης για την ιστορία του, «Μήνυμα Στο Μπουκάλι». Αυτό του έφερε τη πρώτη σημαντική αναγνώριση και φήμη τους τοπικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Ένα χρόνο αργότερα το 1834, ο πατριός του πεθαίνει  και στην διαθήκη του δεν υπάρχει καμία αναφορά στον Έντγκαρ.

Το 1835, άρχισε να εργάζεται ως συντάκτης στην εφημερίδα Southern Literary Messenger (Λογοτεχνικός Αγγελιοφόρος του Νότου) στο Ρίτσμοντ, της οποίας κέρδισε τον διαγωνισμό ,  με μεγάλη επιτυχία αυξάνοντας την κυκλοφορία της . Το 1836 παντρεύεται την ξαδέλφη του , Βιρτζίνια, ηλικίας 13 ετών ενώ ψευδώς δηλώνεται στο πιστοποιητικό γάμου ως 21 ετών .
Το ίδιο διάστημα, εκδόθηκε η δίτομη συλλογή έργων του Tales of the Grotesque and Arabesque (Ιστορίες του Γκροτέσκου και του Αραβουργήματος), η οποία αν και δεν αποτέλεσε σημαντική εμπορική επιτυχία, επαινέθηκε από την κριτική και θεωρείται σήμερα ορόσημο στην ιστορία της αμερικανικής λογοτεχνίας.

GrotesqueAndArabesque

Απογοητευμένος από τον πενιχρό μισθό του και τη μη εύρεση εκδοτικού οίκου εγκαταλείπει την δουλειά του και μετακομίζει στην Νέα Υόρκη . Στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ο Πόε ταλαιπωρείται να βρει δουλειά. Ακολουθεί μια περίοδος που δουλεύει σε εφημερίδες σε διάφορες πόλεις για βιοπορισμό, παράλληλα με τη συγγραφή μερικών από τις πιο γνωστές του ιστορίες τρόμου κι υπερφυσικού, αποκτώντας παράλληλα και τη φήμη του έγκυρου κριτικού.
Τίποτα όμως δε θα μπορούσε να συγκριθεί με τη φήμη που απόκτησε με το που έκδωσε το 1845 το ποίημα «Το Κοράκι». Το ποίημα αυτό έγινε μια εθνική ψύχωση μέσα σε λίγες βδομάδες κι ανατυπώθηκε σ’ εφημερίδες και περιοδικά σ’ ολόκληρη τη χώρα, αλλά λόγω του ότι τότε δεν υπήρχε προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, όλες αυτές οι ανατυπώσεις δε του απέφεραν ούτε σεντ. Συνέχισε να ζει στην αιώνια φτώχεια του.Η αποτυχημένη προσπάθεια του να ξεκινήσει κάποιο δικό του περιοδικό συμπίπτει με την αρρώστια της γυναίκας του Βιρτζίνια από φυματίωση τον Γενάρη του 1847, που σε ηλικία των 25 υπέκυψε στο μοιραίο.
Στις 3 Οκτωβρίου 1849 ένας άντρας με παράταιρα ρούχα, μεθυσμένος και εξαντλημένος, εμφανίζεται στην ταβέρνα του Ράιν στη Βαλτιμόρη, η οποία χρησιμεύει ως εκλογικό κέντρο για τις εκλογές του Κογκρέσου. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου παρέμεινε τέσσερις ημέρες, πριν τελικά φύγει από τη ζωή στις 7 Οκτωβρίου. Πρόκειται για τον Έντγκαρ Άλαν Πόε και για τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, οι οποίες ακόμα καλύπτονται από μυστήριο, όπως άλλωστε και το τέλος πολλών διηγημάτων του. Θάφτηκε στο κοιμητήριο της Βαλτιμόρης.Ο Πόε έζησε μια δύσκολη, σύντομη ζωή με μηδαμινές απολαύσεις. Όμως ήταν αυτή που τον «ευλόγησε» ως συγγραφέα.

«Το Κοράκι»

«Το Κοράκι» αποτελείται από 108 στίχους, χωρισμένους σε 18 ίσες στροφές. Είναι γραμμένο σε τροχαϊκό μέτρο και διακρίνεται για την πλούσια ομοιοκαταληξία του, τη μουσικότητα του, τη στυλιζαρισμένη γλώσσα του και την υπερφυσική του ατμόσφαιρα. Εξιστορεί την επίσκεψη ενός μυστηριώδους κορακιού, σ’ ένα νεαρό φοιτητή, που βρίσκεται σε απόγνωση από τον χαμό της αγαπημένης του Ελεωνόρας και οδηγείται σταδιακά στην τρέλα. Το κοράκι, που έχει λαλιά, στέκεται πάνω σ’ ένα αγαλματάκι της Παλλάδας Αθηνάς στο δωμάτιο του νεαρού φοιτητή και φαίνεται να τον προκαλεί με τη συχνή επανάληψη της λέξης «Ποτέ πια» (Nevermore), ίσως τη διασημότερη επωδό της αγγλικής γλώσσας.
Το 1846 ο Πόε δημοσίευσε το δοκίμιο «Η φιλοσοφία της σύνθεσης» («The Philosophy of Composition»), όπου περιγράφει τη διαδικασία σύλληψης και γραφής του ποιήματός του, διαδικασία την οποία εντάσσει στο γενικότερο πλαίσιο της ιδεαλιστικής αισθητικής του.
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, που σύστησε τον Πόε στο ελληνικό κοινό το 1877 με το δοκίμιό του «Εδγάρδος Πόου», χαρακτηρίζει το ποίημα «αριστούργημα, απαράμιλλον δια την λεπτότητα του αισθήματος και την μαγείαν της γλώσσης». Ο ελληνολάτρης διανοητής Περικλής Γιαννόπουλος (1869-1910) ήταν ο πρώτος που το μετέφρασε στα ελληνικά το 1894.
Το ποίημα αυτό του Πόε έχει αγαπηθεί κι έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για πολλά συγκροτήματα του Heavy Metal (Carpathian Forest, Tristania, Agathodaimon, Grave Digger, Nevermore κ.α). Το 1975 ο Alan Parsons μελοποίησε ορισμένους στίχους του ποιήματος στο τραγούδι «Raven», που περιέχεται στο άλμπουμ «Tales of Mystery and Imagination» και το 2003 ο Lou Reed παρουσίασε μελοποιημένο όλο το ποίημα στο άλμπουμ «The Raven».

The Raven – The Alan Parsons Project

Lou Reed – The Raven

 

 

Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
«Κανένας ξένος», σκέφτηκα «οπού χτυπά τη πόρτα,
τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ’ άλλο».

Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρηγοριά στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη
όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
για πάντα ούτε όνομα.

Και τ’ αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
και για να πάψει τ’ άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας: «Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοιμηθεί εδώ στη κάμαρά μου
αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι».

Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
«Κύριε» είπα, «ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα»
κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα
σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ’ άλλο.

Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
κι «Ελεονόρα» μοναχά ακούγονταν η ηχώ
από τη λέξη που ‘βγαινε απ’ τα ανοιχτά μου χείλη.
Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ’ άλλο.

Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
«Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο,
ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά και θα το λύσω,
θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ’ άλλο.

‘Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν’ αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ’ άλλο.

Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.
«Χωρίς λοφίο», ρώτησα, «κι αν είν’ η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ’ όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ’ όνομά σου!»
Και το κοράκι απάντησε: «Ποτέ από ‘δω και πια».

(  μετάφραση Κ .Ουράνης )

 Το «Kοράκι» δημοσιεύτηκε στις 29 Ιανουαρίου 1845 στην εφημερίδα New York Mirror με την εκπληκτική εικονογράφηση του Gustave Doré

coverDore1

 

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

 

Ακολουθεί η εικονογράφηση του Harry Clarke για τη συλλογή του Edgar Allan Poe Tales of Mystery and Imagination που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1919 αλλά ολοκληρώθηκε στην δεύτερη έκδοση το 1923 και είναι αυτού του είδους η εικονογράφηση που συμπληρώνει τα ποιήματα του Πόε και αξίζει προσοχής  σαν ένα ξεχωριστό έργο τέχνης.

title-page

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

 

 

από την – Arte Povera –

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Έντγκαρ Άλλαν Πόε

  1. Παράθεμα: Έντγκαρ Άλλαν Πόε… « απέραντο γαλάζιο

Σχολιάστε